- μεταβάφω
- και ματαβάφωξαναβάφω, βάφω εκ νέου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμετάβαφος — η, ο [μεταβάφω] 1. αυτός που δεν μεταβάλλει το χρώμα του 2. αυτός που δεν μπορεί να ξαναβαφεί … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μεταβάπτω — και μεταβάφω και ματαβάφω (Α μεταβάπτω) δίνω σε κάτι άλλο χρώμα με βαφή, μεταβάλλω τον χρωματισμό κάποιου («αἱ μέν... φαρμάκοις ἐρυθραίνειν δυναμένοις... τοὺς πλοκάμους... ξανθῷ μεταβάπτουσιν ἄνθει», Λουκιαν.) νεοελλ. (στον τ. ματαβάφω) βάφω για… … Dictionary of Greek